- εκτειχισμός
- ἐκτειχισμός, ο (Α)η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση τού ναυστάθμουΑρριαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτειχισμόν — ἐκτειχισμός fortification masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)